Αγωγή περί κλήρου


1509/2013 ΑΠ   (απόσπασμα) Άσκηση περί κλήρου αγωγής

"Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά την κατοχή.
 Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 980, 981, 982, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται, ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, πριν καταστήσει σ` αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά, στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποιήσεως. Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκύριους μπορεί να γίνει, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου. Η περί της αντιποιήσεως της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει, είτε από τη δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται (ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1171/2012).

 Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 495/2013). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013)...."



λέξεις κλειδια: αγωγή περί κληρου, κληρονομικα θεματα, κληρονομικα, κληρονομικο δικαιο, χρησικτησία, έκτακτη χρησικτησία, νομή, συγκυριότητα,.αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος.

Αναπροσαρμογή μισθώματος, απόδοση μισθίου, καταβολή μισθωμάτων και αποζημίωσης χρήσης σε εμπορική μίσθωση


Συνεκδίκαση αγωγής  με αντικείμενο την απόδοση μισθίου, την καταβολή μισθωμάτων και αποζημίωση χρήσης και αντίθετης αγωγής με αντικείμενο την αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής μίσθωσης.


Αποφ. 1180/2014 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (απόσπασμα) 


"....Κατά το άρθρο 597 παρ. 1 εδ. α` του ΑΚ, αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση, τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκεια της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα μέρες στις άλλες μισθώσεις. Κατά την κρατούσα και ορθή άποψη, απαιτείται και εδώ, όχι απλή, αλλά υπαίτια καθυστέρηση, δηλαδή υπερημερία του μισθωτή ως προς την καταβολή του μισθώματος (ΑΚ 340 επ.), η οποία, αν το μίσθωμα είναι καταβλητέο σε ορισμένη ημέρα, επέρχεται με μόνη την παρέλευση της δήλης αυτής ημέρας, κατά τον κανόνα του άρθρου 341 παρ. 1 ΑΚ (βλ. ΕφΘεσ 2466/1996 ΕλλΔνη 38.914 και εκεί παραπομπές).
 Εξάλλου, κατά το άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ, που ισχύει και στις εμπορικές μισθώσεις, "αν ο μισθωτής καθυστερήσει το μίσθωμα από δυστροπία, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει να του αποδοθεί το μίσθιο όσο διαρκεί η μίσθωση, και αν δεν την κατήγγειλε κατά το άρθρο 597 ΑΚ. Η άσκηση της αγωγής στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης". Η δυστροπία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, συμπίπτει με την προαναφερόμενη υπερημερία του μισθωτή ως οφειλέτη του μισθώματος (Χαρ. Παπαδάκη, Σύστημα εμπορικών μισθώσεων, έκδ. 1997, παρ. 2950, 2951 και εκεί παραπομπές). 

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι από το ίδιο πραγματικό γεγονός ως γενεσιουργό αίτιο, δηλ. από την υπερημερία του μισθωτή ως προς την καταβολή του μισθώματος, πηγάζουν δύο δικαιώματα του εκμισθωτή, καθένα από τα οποία κατατείνει σε διαφορετικό σκοπό και συνεπάγεται διαφορετικά έννομα αποτελέσματα, αφού πράγματι η καταγγελία της μισθώσεως κατά το άρθρο 597 ΑΚ επιφέρει την άρση της μισθωτικής σχέσεως για το μέλλον (ΑΚ 587 εδ. α`),  ενώ  το   ιδιότυπο δικαίωμα από το άρθρο 66 του ΕισΝΚΠολΔ κατευθύνεται απλώς στην απόδοση του μισθίου, χωρίς η άσκηση της να επιφέρει τη λύση της μισθώσεως, η οποία, στην περίπτωση αυτή, επέρχεται μόνο με την απόδοση του μισθίου, είτε εκουσίως είτε με την αναγκαστική εκτέλεση της οικείας δικαστικής αποφάσεως. Πρόκειται λοιπόν για δικαιώματα τα οποία συρρέουν διαζευκτικώς και επομένως, ενόψει του άρθρου 306 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην εν λόγω περίπτωση  διαζευκτικής συρροής, η επιλογή του ενός αποκλείει την άσκηση του άλλου, χωρίς δυνατότητα μεταβολής γνώμης (βλ. ΕφΠειρ 883/1988 ΕλλΔνη 30.1056 και εκεί παραπομπές, Μπαλής, Γεν. Αρχαί, έκδ. 7η  παρ. 139 αριθ. 2). 
Ειδικότερα, αν η μίσθωση καταγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 597 ΑΚ, αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 883/1988 ό.π. και εκεί παραπομπές και ΕφΑθ 8292/1995 Ελλ Δνη 38.1657, που δέχεται δυνατότητα επικουρικής σώρευσης των δύο αγωγών). 
Αποτελεί δε ζήτημα εκτιμήσεως του δικογράφου της αγωγής το αν η απόδοση του μισθίου για καθυστέρηση του μισθώματος στηρίζεται στην πρώτη ή τη δεύτερη από τις πιο πάνω διατάξεις, είναι δε αδιάφορη για την ορθή θεμελίωση της αγωγής η χρησιμοποίηση από τον ενάγοντα του όρου "υπερημερία" ή "δυστροπία", αν δε αναφέρεται σ`  αυτην ότι καταγγέλλεται η  σύμβαση, η αγωγή αναμφίβολα στηρίζεται στο άρθρο 597 ΑΚ (ΕφΘεσ 2466/1996 ό.π.). 
Κατά το άρθρο 597 παρ. 2 του ΑΚ, η καταγγελία της μίσθωσης μένει χωρίς αποτέλεσμα αν  ο μισθωτής,  πριν περάσει η προθεσμία της προηγουμένης  παραγράφου  (1 μήνας  κατά κανόνα  σύμφωνα  με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη μείζονα σκέψη), καταβάλει  το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο μισθωτής, προκειμένου να καταστήσει ανενεργό την καταγγελία της μίσθωσης, οφείλει να καταβάλει εμπρόθεσμα το καθυστερούμενο μίσθωμα, δεν υποχρεούται όμως να καταβάλει οπωσδήποτε και έξοδα καταγγελίας, αλλά μόνον εφόσον έγιναν τέτοια. Επομένως, ο εκμισθωτής δανειστής των εξόδων αυτών οφείλει να γνωστοποιήσει στο μισθωτή την ύπαρξη και το ποσό τους και αν παρά τη γνωστοποίηση δεν γίνει προσφορά και, σε περίπτωση άρνησης αποδοχής της, δημόσια κατάθεση από τον τελευταίο, συντρέχει ελλιπής εκπλήρωση της υποχρέωσης του μισθωτή, με συνέπεια να μην καταστεί ανενεργός η καταγγελία της μίσθωσης (βλ. ΑΠ 587/1991 ΕλλΔνη 32. 1298, ΑΠ 1708/1991 ΕλλΔνη 32.1298, ΑΠ 1708/1991 ΕλλΔνη 34.581, ΕφΘεσ.2590/1999 Αρμ. 1999.1526, ΕφΑθ 11926/1995 ΕλλΔνη 39.185, ΕφΑθ 7368/1995 ΕλλΔνη 38.1657, Χ. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης μισθίου, έκδ. B΄ No 1381, 1382).

Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 597 ΑΚ προκύπτει ότι ο εκμισθωτής που κατάγγειλε τη μίσθωση λόγω καθυστέρησης καταβολής μισθωμάτων από το μισθωτή, έχει αξίωση αποζημίωσης 
κατά του τελευταίου εξ αιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς τα οριζόμενα στο εδ. α` του ίδιου άρθρου, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις αποζημίωσης για την πρόωρη λύση της μίσθωσης είναι :
α) έγκυρη σύμβαση μίσθωσης, β) λύση της μίσθωσης με καταγγελία κατ` άρθρο 597 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, υπό τα άρθρα 597-598, Χ. Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, έκδ. 1990, αρ. 1454), γ) πρόωρη λύση, υπό την έννοια ότι η αποζημίωση για πρόωρη λύση ως αιτία έχει την παράβαση από μέρους του μισθωτή της υποχρεώσεως του για ορισμένη διάρκεια της μισθωτικής σύμβασης με τον εξαναγκασμό του εκμισθωτή να την καταγγείλει, διότι δεν καταβάλει το μίσθωμα και δ) υπαιτιότητα του μισθωτή ως προς την πρόωρη λύση, η οποία μεταφράζεται σε υπαιτιότητα σχετικά με την καθυστέρηση του μισθώματος. 
Ετσι, η ζημία του εκμισθωτή λόγω πρόωρης λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης μίσθωσης, δηλαδή εκείνης που καταγγέλλεται πριν από το συμβατικό χρόνο λήξης της, συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος, δηλαδή στο μίσθωμα ολοκλήρου του υπολοίπου χρόνου της μίσθωσης που απώλεσε ο εκμισθωτής εξαιτίας της πρόωρης λύσης της (βλ. ΑΠ 205/1997 ΕλλΔνη 37.1309, ΕφΑΘ 3405/2001 ΕλλΔνη 43.225, ΕφΠειρ 769/2001 ΕΔΠ 2002.383, ΕφΑΘ 4553/1997 ΕΔΠ 2000.349, ΕφΑΘ 2249/1997 ΕΔΠ 1999.165). Αυτό όμως οφείλεται για τον χρόνο μετά το τέλος της τυχόν παρακράτησης και εφεξής μέχρι να εκμισθωθεί, όχι βέβαια πέρα από τον ορισμένο χρόνο διαρκείας της μίσθωσης. Αν τυχόν εκμισθώθηκε σε τρίτο με μικρότερο μίσθωμα, οφείλεται η διαφορά μεταξύ παλαιού και νέου μισθώματος. Αν ο εκμισθωτής παραλείπει υπαίτια την εκμίσθωση σε άλλον, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ(βλ. Χ. Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, έκδ. 1990, σελ. 489-491).

      Εξάλλου, κατά το άρθρο 388 του ΑΚ, αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και ν`  αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Κατά τη σαφή έννοια του παραπάνω άρθρου, το οποίο σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 του π.δ. 34/1995 εφαρμόζεται και στην αναπροσαρμογή του μισθώματος εμπορικών μισθώσεων, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στους συμβαλλομένους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, όπως και εκείνη της μίσθωσης, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσουν από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, είναι : α) η μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να επακολουθήσει την κατάρτιση της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους, που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να γίνεται υπέρμετρα επαχθής. Η εφαρμογή δηλαδή της ερμηνευομένης διάταξης προϋποθέτει, ότι τα μέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία και απετέλεσαν το βάθρο της σύμβασης, στη συνέχεια, όμως, απαιτείται, τα όσα περιστατικά θεμελίωσαν την απόφαση των συμβαλλομένων, περί κατάρτισης της σύμβασης, να μεταβλήθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και να μην μπορούσαν να προβλεφθούν, πράγμα που συμβαίνει όταν τα παρεμβαλλόμενα περιστατικά, που εισχώρησαν στη σύμβαση, δεν ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν, υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Οχι, όμως, οποιαδήποτε μεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην αναπροσαρμογή της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη, που έχει ως συνέπεια, η παροχή του οφειλέτη να θεωρείται υπέρμετρα επαχθής. Αυτό συμβαίνει όταν ο οφειλέτης, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός μεν εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απρόοπτος, ο δε αντισυμβαλλόμένος να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί.
Το υπέρμετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο στάδιο κρίσης εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ και το δικαστήρια θα επέμβει με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, αναπλάσσοντας το περιεχόμενο της σύμβασης και αναπροσαρμόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής (βλ. ΑΠ 1382/1992, ΝοΒ 46, 513, ΑΠ 290/1992, ΕλΔ 34, 1082, ΑΠ 1138/1990, ΕλΔ 32, 802, ΕφΑΘ 7308/1999, ΕΔΠ 2000, 370, ΕφΑΘ 11145/1996, ΕΔΠ 1998, 92, ΕφΑΘ 8485/1993, ΕλΔ 35, 1143).

     Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αύτη απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ, παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή περιορίζει με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Ο μισθωτής επομένως έχει τη δυνατότητα να ζητήσει κατά το άρθρο 288 του ΑΚ αναπροσαρμογή του οφειλομένου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή συμβατική ή νόμιμη μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απροβλέπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσον ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές,οπότε επιβάλλεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη - παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πάντοτε πρέπει να συνεκτιμάται - η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (βλ. Ολ ΑΠ 9/1997, ΕλΔ 38, 767, ΑΠ 103/2001, ΕλΔ 42, 714, ΑΠ 976/1999, ΕλΔ41, 118, ΑΠ 486/1998, ΕΔΠ 1998, 244, ΑΠ 581/1997, ΕλΔ 39, 119, ΑΠ 1346/1993, ΕλΔ 35, 1597, ΑΠ 293/1992, ΕλΔ 34, 1293). Εξάλλου, το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το σημείο αυτό να είναι διαπλαστική (βλ. ΑΠ 1346/1993, ΕλΔ 35, 1597, ΕφΑθ 6578/2000, ΕλΔ 41, 1684, Χ. Παπαδάκη, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, αριθ. 2589 εκ.. Μ. Ραψομανίκη, ΕΕΝ 45, 623).

     Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ, «ο μισθωτής για όσο χρόνο μετά τη λήξη της μίσθωσης παρακρατεί το μίσθιο οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει το δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος (ως αποζημίωση χρήσης) είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή, χωρίς να ερευνάται αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης, εφόσον τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται στο νόμο (βλ. ΑΠ 212/000 ΕλλΔνη 41.755,   
ΕφΑΘ 6027/1999 ΕλλΔνη 41.523)....
...............................

Οσον αφορά το αίτημα στην Β` υπό κρίση αγωγή της μείωσης του μισθώματος κατ` άρθρο 288 ΑΚ επικαλούμενος ο ενάγων της αγωγής αυτής οικονομική δυσπραγία λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης, αυτό θα πρέπει ν` απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, καθόσον, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω σχετική μείζονα σκέψη, ο συμβαλλόμενος, ο οποίος βρίσκεται σε υπερημερία σχετικά με την εκπλήρωση της παροχής του κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η μεταβολή των συνθηκών (η εναγόμενη εν προκειμένω), δεν έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί την προστασία των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, γιατί η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της υπερημερίας του τον βαρύνει (ΑΚ 344), δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ στηρίζεται στην καλή πίστη και προστατεύει μόνο τον καλόπιστο και όχι τον υπερήμερο - υπαίτιο οφειλέτη. Στην προκειμένη  περίπτωση ο ενάγων της υπό κρίση Β` αγωγής με τον εν λόγω ισχυρισμό της αιτείται τη μείωση του μισθώματος κατ` άρθρο 288 ΑΚ για τα οφειλόμενα από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, ήτοι για μισθώμιατα για την καταβολή των οποίων αυτή βρίσκεται σε υπερημερία και συνεπώς δεν δικαιούται να επικαλεστεί την προστασία του άρθρου 288 ΑΚ ζητώντας μείωση μισθώματος για οφειλόμενα μισθώματα και γιαυτό πρέπει ο εν λόγω ισχυρισμός της να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος...."

λέξεις κλειδιά: καταγγελία μίσθωσης, έξωση, υπερημερία μισθωτή, εμπορική μίσθωση, επαγγελματική μίσθωση, Αναπροσαρμογή μισθώματος, απόδοση μισθίου,  καταβολή μισθωμάτων και αποζημίωσης χρήσης μισθίου, παρακράτηση μισθίου, δυστροπία, καθυστέρηση καταβολής μισθωμάτων, προϋποθέσεις αποζημίωσης για την πρόωρη λύση μίσθωσης, π.δ. 34/1995,  άρθρο 388 του ΑΚ, άρθρο 288 ΑΚ, άρθρο 601 ΑΚ.

Τροχαίο ατύχημα αλλοδαπού στην ημεδαπή. Ψυχική οδύνη. Εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο


Αδικοπραξία. Τροχαίο ατύχημα αλλοδαπού αλβανικής υπηκοότητας στην ημεδαπή. Θάνατος. Αποζημίωση. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.  "οικογένεια του θύματος". Εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Άρθρο 26 Α.Κ.

Απόφαση 1308/2013 Α.Π. (απόσπασμα)

"....Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ., "οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα". Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι η κύρια σχέση η οποία δημιουργείται, με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα από το οποίο επήλθε ο θάνατος αλλοδαπού και η αντίστοιχη αδικοπρακτική ενοχή, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο με την έννοια της Lex causee. 
Επομένως, κατά το δίκαιο αυτό, κρίνεται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφάλαιο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αρθρ. 932 ΑΚ) ή αποζημίωση από το αρθ.931 ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης. 

Στην προαναφερθείσα έννοια του "κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων" περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν, κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου. 
Επομένως, στην περίπτωση θανάτωσης, σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για να κριθεί η νομιμοποίηση εκείνων που "ζητούν" με αγωγή-την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, με την έννοια "των ανηκόντων στον κύκλο των προσώπων, που είναι φορείς εννόμων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων", τα οποία προσβλήθηκαν από τις επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανάτωσης, θα εφαρμοσθεί, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του Α.Κ. αμέσως το Ελληνικό Δίκαιο, χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας, στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του προδικαστικού ζητήματος, και ειδικά η διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. με την οποία θα προσδιορισθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εάν ο συγκεκριμένος ενάγων ανήκει στο κύκλο των δικαιουμένων προσώπων, με την προαναφερθείσα έννοια, ανεξαρτήτως του εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση το (μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγενείας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης, προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση, ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνων που δικαιούνται να επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται καμία ρύθμιση. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου "οικογένεια του θύματος", προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισης της, στην οικογένεια του θύματος ως αόριστης νομικής έννοιας περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλεια του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες, ενώ, σημειωτέον, η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπομένης, χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ` εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ. ΑΠ 21/2000). 

Επομένως, ο προσδιορισμός, τελικώς, από το δικαστήριο, των συγκεκριμένων εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίηση τους, θα κριθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. και ειδικώς με βάση την προαναφερθείσα έννοια της "οικογένειας" όπως προσδιορίζεται αποκλειστικώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερμηνεία της ίδιας διάταξης που προαναφέρθηκε.
 Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα των οικείων του θανατωθέντος (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 954/2012).

 Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, το Εφετείο δέχθηκε ότι, σε περίπτωση θανάτωσης αλλοδαπού, και δη αλβανού υπηκόου, συνεπεία αδικήματος διαπραχθέντος στην Ελλάδα, για το ζήτημα αν κάποιος ανήκει στην "οικογένεια" του θύματος και εντεύθεν έχει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης και νομιμοποιείται στη δικαστική επιδίωξή της έχει εφαρμογή το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δέχθηκε οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες (γονείς, αδέλφια και γιαγιά αυτών) κατά το χρόνο του αυτοκινητικού ατυχήματος είχαν την αλβανική ιθαγένεια. Ακολούθως, απέρριψε το κεφάλαιο αυτό της ένδικης αγωγής ως αόριστο εφαρμόζοντας το αλβανικό δίκαιο, το οποίο δεν ήταν εφαρμοστέο, ενώ αντιθέτως δεν εφάρμοσε το Ελληνικό δίκαιο (άρθρο 932 ΑΚ), το οποίο ως δίκαιο του τόπου του αδικήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, ήταν εφαρμοστέο, στην ένδικη περίπτωση...."


λέξεις κλειδιά:  αλβανος, αλλοδαπους, αλλοδαπων,  μεταναστευση, μετανάστες, Αδικοπραξία. Τροχαίο ατύχημα αλλοδαπού αλβανικής υπηκοότητας στην ημεδαπή. Θάνατος,  Αποζημίωση. Χρηματική ικανοποίηση, ψυχική οδύνη.  οικογένεια του θύματος. Εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Άρθρο 26 Α.Κ. αυτοκίνητα, τροχαια ατυχηματα.

Πνευματική ιδιοκτησία. Δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών.Αρχή της αναλογικότητας.


Πνευματικά δικαιώματα και πνευματική ιδιοκτησία Νόμος 2121/1993.  Η εισφορά υπέρ του Ο.Π.Ι. 
(Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας) είναι συνταγματική και δεν υπερβαίνειτα 
όρια που χαρασσει η αρχή της αναλογικότητας.

Aπόφαση υπ΄ αριθ. 5/2013 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ  ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ (απόσπασμα)

"...Με την υπ` αριθμ. 1659/2011 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κρίθηκε ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 13 του Ν. 2819/2000, η οποία αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 εδ. α` του Ν. 2121/1993 και παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 5 του Συντάγματος, 563 παρ. 2 εδ.3 Κ.Πολ.Δ και 23 παρ. 2 του Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988), ο σχετικός με την αντισυνταγματικότητα τέταρτος λόγος αναιρέσεως, σκέλος πρώτο, κατά της υπ` αριθμ. 5156/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση αυτού με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση της.
 Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (πλειοψ. Ολ.ΑΠ 6/2009). 
Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι, α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Β Ολ.ΑΠ 271-2008).
 Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται η παρεχόμενη από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ` αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως. 

Εξάλλου, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 "Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα", όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει: Οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ` αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού του δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα) (άρθρο 1 παρ. 1). Ο δημιουργός του έργου μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις, με τις οποίες αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα (συμβάσεις εκμετάλλευσης) (άρθρο 13 παρ. 1). Ο δημιουργός του έργου μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον άλλον την άσκηση εξουσιών που απορρέουν από το περιουσιακό του δικαίωμα (άδειες εκμετάλλευσης) (άρθρο 13 παρ. 2). Η αμοιβή που οφείλει να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος στο δημιουργό για δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών από αυτό, την ανάθεση άδειας εκμετάλλευσης, συμφωνείται υποχρεωτικά σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των μερών. Βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού αυτού είναι όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή τα συνδυασμένα ακαθάριστα έσοδα και έξοδα που πραγματοποιούνται από τη δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου και προέρχονται από την εκμετάλλευση του έργου (άρθρο 32 παρ. 1). Οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας που έχουν αποκλειστικά αυτό το σκοπό τη διαχείριση ή την προστασία ή τη διαχείριση και την προστασία του περιουσιακού τους δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό. Οι οργανισμοί αυτοί λειτουργούν με οποιαδήποτε μορφή (άρθρο 54 παρ.1). 

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, έχουν ως αρμοδιότητα, εκτός των άλλων, να εξασφαλίζουν στους δημιουργούς αμοιβή, καταρτίζοντας σχετικές συμβάσεις με τους χρήστες των έργων τους, να εισπράττουν την αμοιβή αυτή και ακολούθως να τη διανέμουν μεταξύ των δημιουργών (άρθρο 55 παρ. 1). Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης παρακρατούν από την εισπραττόμενη αμοιβή των δημιουργών ένα ποσοστό, για την κάλυψη των εξόδων διαχείρισης, το οποίο καθορίζεται πριν από τη μεταβίβαση των εξουσιών ή την παροχή της σχετικής πληρεξουσιότητας και το οποίο δεν μπορεί να αυξηθεί χωρίς τη συναίνεση των δημιουργών παρά ύστερα από ειδοποίηση ενός χρόνου (άρθρο 57 παρ. 6), εφόσον δε υπάρχει σπουδαίος λόγος κάθε δημιουργός και ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας μπορούν να καταγγείλουν την ανάθεση της διαχείρισης και της προστασίας των εξουσιών που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα (άρθρο 57 παρ. 7).
 Περαιτέρω, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 2121/1993, ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εφαρμογή του παρόντος νόμου και των συναφών διεθνών συμβάσεων, τη νομοπαρασκευαστική εργασία σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και γενικά την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας μπορεί επίσης να διοργανώνει κάθε είδους σεμινάρια με σκοπό την επιμόρφωση και ενημέρωση των δικαστών, δικηγόρων, διοικητικών υπαλλήλων, δημιουργών δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, φοιτητών και σπουδαστών για θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση 
των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 58 του νόμου αυτού, κατά την παρ 2 εδ. α` του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού (2121/1993) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ.13 του Ν. 2819/2000 (Α`84/15/3/2000), "Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας επιχορηγείται με εισφορά ύψους 1% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων εκάστου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που καταβάλλεται το αργότερο μέχρι την 31η Οκτωβρίου εκάστου έτους, με βάση τον ισολογισμό του προηγούμενου έτους και εισπράττεται σύμφωνα με τον Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων ....." και κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε με την παρ.13 του άρθρου 8 του Ν. 2557 /1997 (Α` 271 124112 /1997), ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο, δεν υπάγεται στο δημόσιο τομέα, ούτε στις διατάξεις του δημόσιου λογιστικού, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. 

Ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2α του Ν. 2121 /1993, ο Αρειος Πάγος σε πλήρη Ολομέλεια, με την υπ` αριθμ. 22 / 2006 απόφαση, δέχθηκε, 1) ότι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν.2121/1993, όπως αρχικά ίσχυσε, κατά το μέρος που παρέχεται εξουσιοδότηση για τον καθορισμό, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού, του ακριβούς ύψους του συντελεστή της υπέρ του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας επιχορήγησης, μέσα στα καθοριζόμενα από την εξουσιοδοτική διάταξη όρια, η οποία αποτελεί φόρο, αφού η επιβολή της δεν συνδέεται με την προσφορά προς τους άνω οργανισμού κάποιας συγκεκριμένης αντιπαροχής, και η καθορίσασα το φορολογικό συντελεστή διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2° του Π.Δ. 311 /1994, είναι, ως αντικείμενες στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες και 2) ότι η ως άνω επιβάρυνση (σε ποσοστό 1%), που θεσπίσθηκε με τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2α του Ν. 2121/1993 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ.13 του ισχύοντος από 15/3/2000 Ν. 2189/2000) υπέρ του Ο.Π.Ι., η οποία επιβάλλεται στους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης, όπως είναι η αναιρεσείουσα "-----", υπολογίζεται επί των ακαθάριστων αυτής εσόδων, τα οποία (ακαθάριστα έσοδα) είναι αυτά που, κατ` άρθρο 57 του Ν. 2121/1993, καθορίζονται (και εντεύθεν διαχωρίζονται από την αμοιβή των δημιουργών) και εισπράττονται από αυτή ως προμήθεια -αμοιβή της, χωρίς να συνυπολογίζονται τα ποσά που αυτή εισπράττει ως αμοιβή των δημιουργών μελών της και αποδίδει σ` αυτούς. 

Ενόψει των προεκτεθέντων η θεσπιζόμενη με το άρθρο 7 παρ. 13 του Ν. 2819/2000 εισφορά ύψους 1% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".------..", υπέρ του αναιρεσίβλητου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας", προς εξυπηρέτηση των αναγκών χρηματοδοτήσεως του τελευταίου και η οποία (εισφορά) είναι το μόνο συγκεκριμένο έσοδο της αναιρεσίβλητης προς επίτευξη του σκοπού της και την άσκηση του εποπτικού της ρόλου, αποτελεί καθεαυτή, ως μέγεθος, πολύ χαμηλό ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης. Το γεγονός ότι η εισφορά αυτή, σε ποσοστό 1%, υπολογίζεται επί των ακαθάριστων εσόδων της αναιρεσείουσας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά της έσοδα, δεν μπορεί να καταστήσει τη φορολογική αυτή επιβάρυνση, κατά τις περιστάσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια και εντεύθεν εκφεύγουσα των ορίων της αναλογικότητας, κατά το κριτήριο της εν στενή έννοια αναλογικότητας, αφού ως ακαθάριστα έσοδα, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 13 του Ν. 2819/2000, επί των οποίων υπολογίζεται η εισφορά σε ποσοστό 1%, νοούνται όχι όλα τα έσοδα της αναιρεσείουσας αλλά αυτά που απομένουν μετά την αφαίρεση της αμοιβής που αποδίδει στους δημιουργούς - μέλη της, το δε καθαρό κέρδος και τη βιωσιμότητα της αναιρεσείουσας επηρεάζουν και άλλα οικονομικά μεγέθη. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η φορολογική επιβάρυνση σε βάρος της αναιρεσείουσας και υπέρ της αναιρεσίβλητης, σε ποσοστό 1% επί των ακαθάριστων εσόδων της πρώτης, κινείται εντός των ορίων που χαράσσει η αρχή της αναλογικότητας, κατά το κριτήριο της εν στενή έννοια αναλογικότητας και υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και της θεσπιζόμενης επιβάρυνσης και ως εκ τούτου η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος.

 Συνεπώς, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 2819/2000 δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ. Δ. και ο τα αντίθετα υποστηρίζων τέταρτος λόγος αναιρέσεως, σκέλος πρώτο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου δε ότι και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν ήδη απορριφθεί, με την ως άνω 1659/2011 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 178 εδ. β` και 183 Κ.Πολ.Δ.)....................."

λεξεις κλειδια: Πνευματική ιδιοκτησία. Δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών.Αρχή της αναλογικότητας.πνευματικα δικαιωματα, Νόμος 2121/1993.

Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Χρησικτησία.


Αριθ. 164/2014 απόφαση Αρείου Πάγου (απόσπασμα)

"...... ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 επ., 1813 επ., 1846, 1192, 1193, 1194, 1195, 1198, 1199 και 1033 Α.Κ., συνάγεται, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική μεν διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή.
Για τη μεταβίβαση, με τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. 

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ. α` και 1198 Α.Κ.), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ. 1 Α.Κ., προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ` αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσάπτεται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Εκείνος που υποστηρίζει ότι απέκτησε την κυριότητα με βάση νομιζόμενο τίτλο, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, διότι η έρευνα του ζητήματος αυτού δεν ανήκει στην αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. 

Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου του. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και του προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1113 και 1116 Α.Κ. προκύπτει, ότι επί συγκυριότητας κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται το δικαίωμα της συγκυριότητάς του, μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή εναντίον εκείνου που νέμεται το πράγμα, για να επιδιώξει την απόδοση της συννομής κατά την ιδανική του μερίδα (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ.29.1502). ..."


λεξεις κλειδιά: ακινητα, Διεκδικητική αγωγή ακινήτου, κυριότητα ακινήτου παραγώγως,κληρονομική  διαδοχή, κυριότητα με βάση νομιζόμενο τίτλο, τακτική χρησικτησία, έκτακτη χρησικτησία, διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας

Ζωοκλοπή και Ζωοκτονία.


Απόφαση αριθ. 284/2012 Αρείου Πάγου  (απόσπασμα)

"............Επειδή, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. 2 του Ν. 1300/1982 "περί μέτρων για την πρόληψη και την καταστολή της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας", με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμών τιμωρείται η θανάτωση με πρόθεση ίππων, όνων, ημιόνων, βοοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 του ίδιου Ν. 1300/1982 1 § 1 με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμ. τιμωρείται η κλοπή ίππων, όνων, ημιόνων, βοοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους. Αν η αφαίρεση του ζώου (ζωοκλοπή) προηγήθηκε της θανατώσεως του, στοιχειοθετείται μόνο το έγκλημα της ζωοκλοπής, ενώ η ζωοκτονία απορροφάται από την κλοπή, δηλαδή δεν είναι δυνατή η τέλεση τόσο του εγκλήματος της ζωοκλοπής όσο και του εγκλήματος της ζωοκτονίας του ίδιου ζώου, αφού τα δύο αυτά εγκλήματα τελούν σε σχέση αλληλοαποκλεισμού Και τούτο, διότι όταν ο δράστης αφαιρεί το ζώο και θεμελιώνει μία νέα παράνομη κατοχή, έχει ολοκληρωθεί το αδίκημα της κλοπής, η δε μεταγενέστερη θανάτωση του κλαπέντος ζώου δεν μπορεί να οδηγήσει στη στοιχειοθέτηση και άλλης αξιόποινης πράξεως, αφού ο δράστης συμπεριφέρεται πλέον ως κύριος. 

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ και τις παραπάνω διατάξεις του Νόμου 1300/1982 και το Δικαστήριο καθ` υπέρβαση της εξουσίας του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω είναι βάσιμος ο πρώτος πρόσθετος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` και Η` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση ως προς την πράξη της ζωοκτονίας και την επιβολή της ποινής και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πράξη αυτή (άρθρο 517 παρ. 1 ΚΠΔ)......."

λέξεις κλειδιά: ζώα, Ζωοκλοπή, Ζωοκτονία. Ν. 1300/1982, ποινικα.

Διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου.


Διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου. Στοιχεία αγωγής διαζυγίου. Αντίθετες αγωγές, έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκων μέσων επί έκδοσης απόφασης διαζυγίου

Απόφαση υπ΄ αριθ. 1416/2013 Αρείου Πάγου  (απόσπασμα)

"..........Περαιτέρω κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 Α.Κ., καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. 

Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Ετσι ο ενάγων για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δυο συζύγων, με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. 

Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από τον ποιο από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας το δε δεδικασμένo της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ., ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 Α.Κ.. 

Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατ` ακολουθίαν τούτων αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου, για ισχυρισμό κλονισμό, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τις δυο, τότε, ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δυο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επιδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δέχεται, δηλαδή, ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν ασκεί καμιά δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού, από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει, κατά τα προεκτεθέντα, σε άλλη δίκη.

 Συνεπώς, ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει αναλόγως είτε, κατ` άρθρο 516 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, είτε, κατ` άρθρο 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της τελεσίδικης αποφάσεως. Κατά μείζονα δε λόγο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως από τον ένα μόνο διάδικο, κατά της τελεσίδικης απόφασης και δη κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή του αντιδίκου συζύγου του, διότι με την παραδοχή της δικής του αγωγής (του ασκήσαντος την αναίρεση διαδίκου) επήλθε, λόγω του αμετακλήτου της αποφάσεως ως προς την αγωγή του αυτή, το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου και δεν υπάρχει πλέον ένδικο αντικείμενο......."

λεξεις κλειδιά: διαζυγια, οικογενειακο δικαιο, ισχυρός κλονισμός γάμου, έννομο συμφέρον άσκησης ενδίκων μέσων, Oικογενειακος νομικος συμβουλος γαμου, διαζυγιων, σχεσεων, online - live νομική υποστήριξη.

Κοινόχρηστα θέρμανσης πολυκατοικίας.


Κοινόχρηστα θέρμανσης πολυκατοικίας. Συμμετοχή στη δαπάνη θέρμανσης με βάσει κανονισμό. Αποθεματικό πολυκατοικίας. Αλλαγή καυσίμου σε φυσικό αέριο π. δ. 420/1987 .

Απόφαση αριθ. 1073/2013 Αρείου Πάγου (απόσπασμα)

 "....Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ν. 3741/1929: "επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας, ίνα δι` ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις, κανονίσουν τα της συνιδιοκτησίας δικαιώματα και υποχρεώσεις". 
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 5 εδ. β` του ιδίου νόμου: "εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας, ως προς τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών περί των κοινών πραγμάτων έκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα κοινά βάρη επί τη βάσει της αξίας του ορόφου, ή διαμερίσματος, ου είναι κύριος". Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 του αυτού νόμου: "πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρείται εις το βιβλίο μεταγραφών". 

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι μεταξύ των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή βαρών των συνιδιοκτητών κοινής οικοδομής, διαιρεμένης κατ` ορόφους ή μέρη αυτών, τα οποία, ελλείψει συμφωνίας τους, επιβάλλονται σ` αυτούς με βάση την αξία του ορόφου ή διαμερίσματος, που είναι κύριοι, περιλαμβάνεται και η συμμετοχή καθενός από τους συνιδιοκτήτες στη δαπάνη συντηρήσεως και λειτουργίας της κεντρικής θερμάνσεως. Επομένως, η σύμβαση με την οποία απαλλάσσεται κάποιος συνιδιοκτήτης από την ως άνω δαπάνη, ως άγουσα στη μεταβολή των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών, πρέπει να γίνει μόνο με κοινή όλων συμφωνία, υποβαλλόμενη στο συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή (ΑΠ 900/99). 

Η συμφωνία για τον τρόπο κατανομής των κοινόχρηστων δαπανών στις χωριστές ιδιοκτησίες και ο καθορισμός των ποσοστών, που γίνεται στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή στον κανονισμό, δεσμεύει τους συνιδιοκτήτες και τους διαδόχους τους. Για να μεταβληθεί η συμφωνηθείσα ποσοστιαία συμμετοχή των χωριστών ιδιοκτησιών στις κοινές δαπάνες, πρέπει να γίνει τροποποίηση του κανονισμού με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών δεν μπορεί να δεσμεύει τον μη συμφωνούντα ιδιοκτήτη στην τροποποίηση των όσων κοινή συναινέσει με τον κανονισμό, έχουν συνομολογηθεί περί του μέτρου συνεισφοράς στα κοινά βάρη, αυξάνοντας το ποσοστό συμμετοχής του στα βάρη αυτά. 

Περαιτέρω, αποθεματικό, στην οροφοκτησία, ονομάζεται το χρηματικό ποσό, το οποίο συγκεντρώνεται για την αντιμετώπιση έκτακτων, επειγουσών ή άλλων δαπανών, παραμένει στα χέρια του διαχειριστή της πολυκατοικίας για τον παραπάνω σκοπό και αναλώνεται προσκαίρως για την κάλυψη των προαναφερόμενων δαπανών. Η ύπαρξη και το ύψος του αποθεματικού μπορεί να προβλέπεται στον Κανονισμό της πολυκατοικίας. Αν δε προβλέπεται ως υποχρεωτική, ο σχετικός όρος δεσμεύει όλους του συνιδιοκτήτες. 

Τέλος στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του π. δ. 420/1987, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ. 4 του ν. 3175/2003, ορίζεται ότι, για την προώθηση της χρήσεως του φυσικού αερίου σε κτίρια, τα οποία περιλαμβάνουν περισσότερες από μία οριζόντιες ιδιοκτησίες και στα οποία δεν υπάρχει εκ κατασκευής σχετική εγκατάσταση, οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών σχετικά με την αλλαγή καυσίμου σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις κεντρικής θερμάνσεως με υγρά καύσιμα και τη σύνδεση αυτών με το δίκτυο φυσικού αερίου λαμβάνονται με πλειοψηφία του μισού αριθμού και μίας επί πλέον των ψήφων των συνιδιοκτητών, ανεξάρτητα από τυχόν αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό ρύθμισης των σχέσεων αυτών. Επίσης ορίζεται ότι, με την ίδια πλειοψηφία, λαμβάνεται και κάθε άλλη απόφαση των συνιδιοκτητών, που αφορά στην εφαρμογή των παραπάνω αποφάσεων και, ενδεικτικώς, στην τροποποίηση ή αντικατάσταση των υφισταμένων εγκαταστάσεων θέρμανσης, στην αλλαγή εξοπλισμού, σε επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου, στην όδευση σωληνώσεων και αγωγών, στην τοποθέτηση καπναγωγών και εν γένει σε κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση, μεταβολή ή επέμβαση στους κοινόκτητους ή κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου. Ορίζεται, τέλος, ότι, με την ίδια πλειοψηφία, δύναται να λαμβάνεται απόφαση για τη μόνιμη αποσύνδεση από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου με χρήση υγρών καυσίμων και τη σύνδεση με το δίκτυο φυσικού αερίου, όσων κυρίων μεμονωμένων ιδιοκτησιών προβαίνουν σε τοποθέτηση αυτοτελούς μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου, ανεξάρτητα από αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. 
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, σαφώς, ότι σκοπός της εισαγωγής τους είναι η επέκταση της χρήσεως του φυσικού αερίου, ως καύσιμης ύλης, στα ήδη υφιστάμενα συστήματα κεντρικής θερμάνσεως των οικοδομών και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, διότι διατηρούνται οι επιφυλάξεις ή οι φόβοι της ως άνω ελάχιστης πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών, η διευκόλυνση της αποσύνδεσης από τα εν λόγω συστήματα όσων ιδιοκτητών επιθυμούν να εγκαταστήσουν αυτοτελή [ατομική, αντί της κεντρικής] θέρμανση με χρήση φυσικού αερίου μόνο στη δική τους ιδιοκτησία. Η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών δεν είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως αντίθετης πρόβλεψης στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στην περίπτωση που η τοποθέτηση ανεξάρτητης μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης με, χρήση φυσικού αερίου διενεργείται από κύριες μεμονωμένες ιδιοκτησίες σε υφιστάμενες οικοδομές, οι οποίες δεν έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης. Επομένως, είναι αναγκαία η συναίνεση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών παρεχόμενη κατά τον προαναφερθέντα τρόπο προκειμένου να επιτραπεί εγκατάσταση φυσικού αερίου σε μεμονωμένες ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε οικοδομές που έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης (ΑΠ 629/2007). 
Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Π.Δ/τος 27-9-1985 όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3175/2003 προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη απόφαση των συνιδιοκτητών λαμβάνεται σε γενική συνέλευση συγκαλούμενη κατά τον προβλεπόμενο στον οικείο κανονισμό τρόπο και κατ`απόλυτη πλειοψηφία των συνιδιοκτητών και όχι με συγκέντρωση απλώς υπογραφών με περιφορά στους συνιδιοκτήτες, αφού στην περίπτωση αυτή δεν εξασφαλίζεται η ύπαρξη του αναγκαίου λόγου και αντίλογου που προηγείται της λήψης αποφάσεως της γενικής συνέλευσης νομότυπα συγκροτούμενης...."

λεξεις κλειδια: Κοινόχρηστα θέρμανσης πολυκατοικίας, θεματα πολυκατοικιας, αποθεματικό, φυσικό αέριο, αλλαγή καυσίμου, ν. 420/1987

Αριθ. απόφ. 175/2014 Εφετείου Αθηνών (απόσπασμα)

"....Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεση του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις "του άρθρου 9 αλλά και των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν ην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και διασφαλίζουν την διωτική και οικογενειακή του ζωή, καθώς και το απόρρητο τον επικοινωνιών του". 
Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 "για προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών" (EEL 281). Η Οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του και με το ν. 3471/2006, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. 
Ετσι, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργοσία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου (άρ. 18 παρ. 2 Ν. 3471/2006, ΦΕΚ Α` 133, με το οποίο αντικαταστάθηκε το εδάφιο ε` του ως άνω άρθρου) ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Όταν δε τούτο διατηρείται δίχως τη συνδρομή των όρων του άρ. 7 Ν. 2472/19197 επιβάλλονται στον υπαίτιο, οι κατωτέρω αναφερόμενες ποινές κατά το άρ. 22 παρ. 2 του νόμου αυτού. 
Περαιτέρω, κατά το όρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 "όποιος, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών η τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις, ενώ όταν παραλείπεται η γνωστοποίηση στην Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών και η ως άνω χρηματική ποινή, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 της αυτής διατάξεως. 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 εδ. α, β, γ, και ι του αυτού νόμου: α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή κάποιου φυσικού προσώπου του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να διακριβωθεί, γ) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα Ιείναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί vc προσδιορισθεί, αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός, ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του απο άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική ... και ι) αποδέκτης είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. 
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από την διατύπωση του άρθρου 22 παρ 4, 5 και 6 του ως ανω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς [το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 2079/2007, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3697/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1257/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3202/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1597/2007 ΔΕΗ 2008, 603, ΕφΑθ 3833/2003 NOB 2004, 247, ΣυμβΕφΑθ 3140/2004 ΠοινΔ/νη 2005, 683). Το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 εξάλλου, σκοπό έχει (βλ. και το άρθρο 1 του νόμου αυτού) να τιμωρήσει και να αποτρέψει προσβολές του έννομου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση. Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με επέμβαση χωρίς δικαίωμα σε (παράνομα ή νόμιμα συσταθέν) αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κλπ. 
Γίνεται αντιληπτό ότι ο νόμος τιμωρεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. Αλλωστε και όταν ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (άρθρα 370, 370 A, 371) τιμωρεί την παραβίαση κάποιου απορρήτου και συγκεκριμένα την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών, την παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας και την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. 

Ο Ν. 2472/1997 τιμωρεί μόνο, έστω και αν δεν εκφράζεται με σαφήνεια, την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, δηλαδή μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και την επεξεργασία, μετάδοση, ανακοίνωση, γνωστοποίηση σε τρίτους κλπ δεδομένων που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Η ύπαρξη αρχείου και μάλιστα κρυφού και η ύπαρξη κρυφών (μη δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων είναι οι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997, οι οποίες διαγράφουν και τα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου, της περιοχής ισχύος, του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Ο νόμος θεωρεί ότι άξια ποινικού κολασμού είναι η επεξεργασία των κρυφών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ακολουθεί την επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας. Αντίθετα, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη) και παύει να είναι άξια προστασίας κατά του Ν 2472/1997. Η διάρθρωση και η δομή του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997, στο οποίο περιγράφονται οι τρόποι προσβολής του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση (διαζευκτικά ή υπαλλακτικά μικτό έγκλημα: έχουμε πραγματική φαινομενική συρροή, έστω και αν πραγματωθούν διαδοχικά οι πλείονες τρόποι τέλεσης, γιατί μια μονάδα έννομου αγαθού προσβάλλεται (βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, 1996, σελ. 242- 244, Μαργαρίτη, σε Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, 2000, σελ. 324) δείχνει, ότι ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώμης προσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη και τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους. Δεν θα ήταν νοητή και παραδεκτή η τιμωρία της επεξεργασίας και γενικότερα της αποκάλυψης και γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων, που θα είχαν ήδη ευρέως δημοσιοποιηθεί (ΕφΑθ 7960/2011 αδημοσίευτη). 
Εξαιρούνται περαιτέρω από την προστασία της ποινικής διάταξης προσωπικά δεδομένα, τα οποία είναι δημοσιοποιημένα. Τέτοια είναι προσωπικά δεδομένα, τα οποία είναι γνωστά σ` έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή μπορεί να γίνουν εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται από αυτούς ως εξακριβωμένα. Στα δημοσιοποιημένα δεδομένα θα πρέπει να αριθμούνται, να εντάσσονται, όχι μόνο ιστορικά συμβάντα ή γενικώς αναγνωρισμένες επιστημονικές αλήθειες αλλά και πληροφορίες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδας, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, χωρίς να επακολουθήσουν αντιρρήσεις, ενστάσεις, εναντιώσεις και διαμαρτυρίες από τη μεριά του υποκειμένου των δεδομένων). Επιβάλλεται λοιπόν ή να θεωρήσει κανείς, ότι στην περίπτωση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί δεν υφίσταται ουσιαστικό άδικο, δηλαδή προσβολή έννομου αγαθού, ή, αφού λάβει κανείς υπόψη τον προστατευτικό σκοπό του νόμου, δηλαδή τον σκοπό του να προστατεύσει το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και την ιδιωτική ζωή του ατόμου, να ενεργήσει μια τελεολογική συστολή, η οποία αποδεικνύεται ως το καταλληλότερο μεθοδολογικό εργαλείο για την περιστολή του αξιοποίνου του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 (για την τελεολογική συστολή ως μέθοδο ερμηνείας για την κατάλυση ή τη μείωση του αξιοποίνου βλ. Σατλάνη, Μεθοδολογικά προλεγόμενα, σελ. 229 επ.)....."

λέξεις κλειδιά: προσωπικά δεδομένα, διαδίκτυο, νόμος 2472/1997, επεξεργοσία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Σύμβαση πρακτόρευσης ναυτικού πράκτορα. Aγωγή ναυτιλιακής Εταιρείας εναντίον του τελευταίου.


Αριθ. απόφασης 707/2014 Ειρηνοδικείου Αθηνών (απόσπασμα)

"......Για τη ρύθμιση της σύμβασης πρακτορείας, η νομοθεσία είναι ελλιπής και ως γενική διάταξη υπάρχει αυτή του αρθρ. 2 του διατάγματος «περί εμποροδικείων», κατά τον οποίο πράξη εμπορική είναι και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για συγκεκριμένης μορφής 
δράση πρακτορείας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το π.δ 229/95, όπως τροποποιήθηκε με π.δ 427/95, που αφορά, όμως, μόνο την οργάνωση και άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και δεν ασχολείται με τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. 

Γίνεται, όμως, δεκτό, ότι σύμβαση πρακτορείας θεωρείται η ανάληψη, με αντάλλαγμα την προμήθεια, υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών (Ρόκας, Στοιχεία Εμπ Δικ. 1984, Γεν. μέρος σελ. 48-49). Πράκτορες είναι και οι ναυτικοί πράκτορες, στους οποίους περιλαμβάνεται και εκείνος που κρατάει θέσεις για θαλάσσια ταξίδια και εκδίδει εισιτήρια, με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η σχέση του ναυτικού πράκτορα με τον εφοπλιστή, πλοιοκτήτη, ναυλωτή η διαχειριστή πλοίου, για τους οποίους ενεργεί είτε στο όνομά του, είτε και στο δικό τους, περιλαμβάνει το χαρακτήρα είτε παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας και ομοιάζει με αυτή του εμπορικού ή παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου. Συνεπώς, αφού σε κάθε περίπτωση υπάρχουν τα στοιχεία της εντολής, και η ρύθμιση είναι ελλιπής, εφαρμόζονται αναλογικά σε αυτές οι διατάξεις του ΑΚ, περί εντολής (713- 729), στις οποίες ρητά (ως προς τη σύμβαση παραγγελίας) παραπέμπει το αρθρ. 91 του ΕμπΝ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 3 του ΕισΝΑΚ. Ενώ, ως προς τα δικαιώματα του ναυτικού πράκτορα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των αρθρ. 648, 649 ΑΚ και οι διατάξεις του π.δ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ 249/93, 88/94, 312/95 και ορίζεται ήδη με το αρθρ. 14 παρ. 4 του ν. 3557/07 (ΟλΑΠ 15/2013- ΑΠ 539/12, Νόμος, όπου ερίζεται το θέμα, αν οι διατάξεις του π.δ/τος εφαρμόζονται αναλογικά σε κάθε περίπτωση, ή αναλογικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Η μικτή αυτή σύμβαση, πρακτορείας, διακρίνεται από επιμέρους παροχές, που κάθε μια διατηρεί την αυτοτέλειά της (ΑΠ 1566/1979, ΝοΒ 28, 1102- ΕφΠειρ 157/2009, ΕφΘεσσαλ 290/2010, Νόμος- ΕφΠειρ 1059/1995 ΔΕΕ 1996,41-Δελούκα, Ναυτ. Δικ. 1979, παρ.163).

 Από τη διάταξη του αρθρ. 713 ΑΚ συνάγεται, ότι η εντολή είναι σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση, που του ανέθεσε ο εντολέας, χωρίς αμοιβή. Με τη σύμβαση αυτή, που δεν υπόκειται σε τύπο (ΕφΘεσσαλ 290/10,ο.π), μπορεί να ανατεθεί στον εντολοδόχο, η διεξαγωγή υπόθεσης οποιασδήποτε φύσης. Ο εντολέας μπορεί, με βάση τις διατάξεις των αρθρ. 713, 719 ΑΚ, να στραφεί κατά του εντολοδόχου πράκτορα και να αξιώσει από αυτόν, να του αποδώσει, ότι απέκτησε από τη σύμβαση εντολής ή από την εκτέλεσή της (ΑΠ 454/1994 ΕλλΔνη 36, 315-ΕφΘεσσαλ 290/2010, ο.π-ΕφΠειρ 134/2008 ΕμπΝαυτΔ 36, 215). Τέτοια υποχρέωση απόδοσης εκ της σύμβασης έχει ο ναυτικός πράκτορας, ως προς την απόδοση του ποσού των χρημάτων, που εισέπραξε, από τα εισιτήρια, που εξέδωσε για λογαριασμό του εντολέα, αφού αφαιρεθεί εξ αυτών το ποσοστό της προμήθειάς του.

 Με την προκείμενη αγωγή, με τα σ’ αυτή εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά επιδιώκει η ενάγουσα πλοιοκτήτρια και ναυλώτρια, να υποχρεωθεί η εναγομένη, που δυνάμει σύμβασης πρακτόρευσης εξέδιδε εισιτήρια για εσωτερικές και διεθνείς πλόες, με τα πλοία ιδιοκτησίας και μισθωμένα της ενάγουσας και εισέπραττε το τίμημα αυτών, να της αποδώσει όσα εισέπραξε, σύμφωνα με την ανάλυση εκκαθαρίσεων από 01/09/09 μέχρι και 15/06/10, που περιλαμβάνονται στην αγωγή αναλυτικά, από τα εισπραχθέντα εισιτήρια, που εξέδωσε και παρά τις οχλήσεις της αρνείται να αποδώσει, παρακρατώντας αντισυμβατικά το ποσό των δύο χιλιάδων ενναιακοσίων εννέα ευρώ και 43 λεπτών (2.909,43€), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, κατά την ειδικότερη ανάλυση του ποσού, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης..............."

λέξεις κλειδιά: σύμβαση Πρακτόρευσης , ναυτικό δίκαιο, ναυτιλιακα, εμπορικό δίκαιο, εντολή, ναυτικός πράκτορας

Ανέγερση από πρόθεση αυθαιρέτου κτίσματος.


Απόφαση 209/2014 Α.Π. (απόσπασμα)

".....Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρ. 5 του Ν. 3212/2003, "Οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, ανάλογα με την αξία του αυθαίρετου έργου και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. 
Με την ίδια ποινή τιμωρούνται και οι μηχανικοί που εκπόνησαν τις μελέτες ή έχουν την επίβλεψη του έργου, αν διαπιστωθεί ότι οι μελέτες δεν εκπονήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την εκπόνησή τους ή σύμφωνα με τα εγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ή αν διαπιστωθεί ότι οι εργασίες δόμησης δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις μελέτες που υποβλήθηκαν ή σύμφωνα με τα εγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος και με χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Για απλές υπερβάσεις άδειας κατασκευής μπορεί να επιβληθεί ποινή μειωμένη". 

Από την ανωτέρω διάταξη, ως ισχύει, συνάγεται, ότι δράστης της παραβάσεως του α` εδαφίου αυτής μπορεί να είναι μόνον ο εκ προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο αυτό απειλούμενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές, ενώ σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μια από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολέας....).

Έτσι για τη στοιχειοθέτηση του από το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983 προβλεπομένου πλημμελήματος της ανεγέρσεως από πρόθεση αυθαιρέτου κτίσματος απαιτούνται εκτός των άλλων α) ιδιότητα του. δράστη ως ιδιοκτήτη ή εντολέως ή εργολάβου και β) ανέγερση απ` αυτόν εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως κτίσματος χωρίς προηγουμένη άδεια της αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας...."

λεξεις κλειδια: Ανέγερση από πρόθεση αυθαιρέτου κτίσματος, πολεοδομικα θέματα, Ν. 1337/1983

Ναρκωτικά - ν. 3459/2006



Απόφαση υπ΄αριθ. 73/2013 ΑΠ (απόσπασμα)

"..........Κατά το άρθρο 20 παρ. 1 εδάφια β` και ζ` του ν. 3459/2006 "Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά", με τις προβλεπόμενες σ` αυτό ποινές καθείρξεως και χρηματική τιμωρείται όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει, πωλεί, μεταφέρει, ή κατέχει ναρκωτικά. Μεταξύ των ναρκωτικών κατά την έννοια του νόμου αυτού περιλαμβάνεται και η ηρωίνη (άρθρ. 1 παρ. 2 πίνακας Α` αριθμ. 5 του ως άνω Κώδικα). Ως αγορά και πώληση των ουσιών αυτών θεωρείται η, κατά τους όρους του άρθρου 513 ΑΚ, μεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος, η κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, κατά τρόπο που να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τα διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του, μεταφορά δε είναι η μετακίνηση των ναρκωτικών από τόπο σε τόπο, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, ενώ για την υποκειμενική θεμελίωσή τους απαιτείται δόλος ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει την πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική τους υπόσταση. 

Κατά το άρθρο 23 του ιδίου ως άνω νόμου με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (29.412) μέχρι πεντακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε (588.235) ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22 αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ` επάγγελμα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη, κατά δε την διάταξη του άρθρου 13 περ. στ` ΠΚ, κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος......."

λέξεις κλειδια: ναρκωτικα, ν. 3459/2006